αίθριο

αίθριο
Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα γραφεία, στα ξενοδοχεία και σε άλλα δημόσια κτίρια το α. παίρνει τη θέση αίθουσας αναμονής και συνδέσμου μεταξύ των διαφόρων χώρων. Κατά την αρχαιότητα το α. είχε προσλάβει μεγάλη σπουδαιότητα στα κτίρια των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν σε περιοχές με ζεστό κλίμα, π.χ. στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Στην αρχαία ελληνική οικία το α. αποτελεί τον κεντρικό κύριο χώρο, ενώ όλοι οι άλλοι χώροι είναι τοποθετημένοι περιμετρικά του α., από το οποίο και μόνο φωτίζονται και διαμέσου του οποίου επικοινωνούν και μεταξύ τους. Μια μικρή θύρα εισάγει τον ένοικο από τον δρόμο σε μια στοά (διάδρομο), που οδηγεί στο α. Ο κυριότερος χώρος της κατοικίας, ο οίκος με τον πρόδομο ή προστάδα, επικοινωνεί με το α. μέσω ενός μεγάλου ανοίγματος. Γνωστότερο παράδειγμα, η οικία της Πριήνης. Στη Δήλο επίσης υπάρχουν πολλά παραδείγματα οικιών, στις οποίες, παρά τη διαφορετική κάθε φορά διάταξη των στοιχείων, ανάλογα με τις ανάγκες, πάντα υπερέχει σε σημασία το α. που κατέχει την κεντρική θέση. Χωρίς σκεπή, περιβάλλεται από στοά και έχει πολλές φορές δάπεδο που διακοσμείται με ωραιότατα ψηφιδωτά και πλακόστρωτα. Από κάτω είναι κατασκευασμένη η υπόγεια δεξαμενή για τη συλλογή, τον χειμώνα, των νερών της βροχής. Στη ρωμαϊκή οικία το α. (atrium) ή και μέλαθρο έχει συνήθως τη μορφή σκεπαστής αυλής και φωτίζεται από ένα τετράγωνο άνοιγμα στη σκεπή (compluvium) από το οποίο πέφτει το νερό της βροχής σε μια λεκάνη (impluvium) που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το δάπεδο. Το α., όχι σπάνια, πλουτίζεται με διακοσμήσεις γλυπτικές ή ζωγραφικές και επικοινωνεί με το κοινό καθημερινό, το tablinum, μέσω ενός μεγάλου ανοίγματος, που αρχικά έκλεινε με παραπετάσματα ή με ξύλινες θύρες, όπως επίσης επικοινωνεί με τον κήπο (hortus) στον οποίο βλέπουν τα ιδιωτικά δωμάτια. Στις οικίες ελληνορωμαϊκού τύπου, όπως στην Πομπηία, το α. επικοινωνεί με έναν κήπο ο οποίος περιστοιχίζεται από στοές, το περιστύλιο, το οποίο είναι ελληνικής προέλευσης. Στη θρησκευτική αρχιτεκτονική της πρώτης χριστιανικής περιόδου το α. απέκτησε τεράστια σπουδαιότητα –ακόμη και καλλιτεχνική– και είχε προορισμό, μεταξύ των άλλων, να δέχεται τους κατηχούμενους, που δεν γίνονταν δεκτοί στη βασιλική. Είχε τη μορφή ανθισμένου κήπου, ο οποίος περιστοιχιζόταν στις τέσσερις πλευρές από στοές και ήταν η συμβολική απομίμηση του επίγειου παράδεισου, του οποίου έπαιρνε και το όνομα. Στο μέσο είχε μια κρήνη, που λεγόταν φιάλη και συμβόλιζε την πηγή της ζωής. Στο τέλος, ο όρος α. κατέληξε να υποδηλώνει και τη στοά, που προηγείται του ναού ή του μεγάρου, προστατεύοντας την είσοδο από τις κακοκαιρίες, ή τη σκεπαστή είσοδο στην οποία κατέβαιναν από τις άμαξες. Κάτοψη οικίας της Δήλου, στην κεντρική θέση της οποίας φαίνεται το αίθριο. Το κεντρικό αίθριο της «Οικίας του Φαύνου» στην Πομπηία, τοσκανικού τύπου, στο οποίο απομένει η λεκάνη (impluvium), κοσμημένη με το ωραίο μπρούντζινο αγαλματάκι του Φαύνου που χορεύει. Τα αίθρια αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των σύγχρονων εμπορικών κέντρων (φωτ. Πρεσβεία Αργεντινής).
* * *
το (Α αἴθριον)
1. άτριον, πρόδομος (αποδίδεται με αυτή την έννοια το λατιν. atrium, εσωτερική αυλή ρωμαϊκού σπιτιού)
2. περίστυλη αυλή στην πλευρά τής εισόδου τής παλαιοχριστιανικής βασιλικής, άστεγη στο μέσον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθριον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. αἴθριος. Η λ. αἴθριον (και το υποκορ. αἰθρίδιον) κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους θεωρήθηκε παρετυμολογικά ότι απέδιδε το λατιν. ātrium «πρόδομος, εσωτερική αυλή ρωμαϊκής κατοικίας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Βασαλέτο — (Vassalletto). Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας μαρμαροτεχνιτών και οικοδόμων. Έγινε γνωστή το δεύτερο μισό του 12ου αι. και η δραστηριότητά της ήταν σε ακμή έως το τέλος του 13ου. Οι Β. συνέβαλαν στην άνθηση της ψηφοθετικής και υπήρξαν, μαζί με τους …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λαυρίου — Η σημερινή έκθεση των ευρημάτων της Λαυρεωτικής που στεγάζεται στο μουσείο εγκαινιάστηκε στο ανακαινισμένο κτίριο (οδός Α. Κορδέλλα) του 1970 τον Oκτώβριο του 1999. Στον προθάλαμο, στο μεγάλο αίθριο και στις δύο αίθουσες αυτού του μικρού μουσείου …   Dictionary of Greek

  • αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

  • Βακαρίνι, Τζοβάν Μπατίστα — (GiovanBatista Vaccarini, Παλέρμο 1702 – 1768). Ιταλός αρχιτέκτονας, γνωστός για την ικανότητά του να κατασκευάζει επιστημονικά όργανα από νεαρή ηλικία. Αργότερα έγινε κληρικός και το 1730 εγκαταστάθηκε στην Κατάνη, όπου συνεργάστηκε για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”